- κυανοκοβαλαμίνη
- η(φαρμ.) κοινή ονομασία τής βιταμίνης Β12.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοβαλαμίνη — η 1. χημ. σύμπλοκη οργανική ένωση τού κοβαλτίου, παράγωγα τής οποίας αποτελούν η κυανοκοβαλαμίνη, δηλ. η βιταμίνη Β12, και το κοβιναμίδιο 2. (βιοχ.) το μόριο τής βιταμίνης Β12 χωρίς την κυανιδική ομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek